- ψευδομανής
- -ές, Ναυτός που λέει με μανία ψέματα, που λέει συνεχώς απίστευτα πράγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ναρκο-μανής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
ευδ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ ώνυμος) … Dictionary of Greek
ψευδομανία — η, Ν η ιδιότητα τού ψευδομανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδομανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ἄστυ] … Dictionary of Greek